- τετράδα
- η / τετράς, -άδος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετράς Ανεοελλ.1. σύνολο τεσσάρων όμοιων πραγμάτων («μια τετράδα ποτήρια»)2. (στη γυμναστική) στοίχος από τέσσερα άτομα («στοίχηση κατά τετράδες»)3. βιολ. α) (γενικά) το σύνολο τών τεσσάρων κυττάρων που προκύπτουν από τη μείωση η οποία συμβαίνει κατά την παραγωγή γαμετών και στα δύο φύλα τόσο στο ζωικό όσο και στο φυτικό βασίλειοβ) (στη γενετική) το σύνολο τών τεσσάρων χρωματίδων ενός οποιουδήποτε ζεύγους ομόλογων χρωματοσωμάτων κατά το στάδιο τής διακίνησης τής πρώτης μειωτικής διαίρεσηςγ) (στη βοτανική) το σύνολο τών τεσσάρων γυρεοκόκκων που παράγονται από το ίδιο μητρικό κύτταρο και οι οποίοι παραμένουν συγκολλημένοι μεταξύ τουςμσν.-αρχ.1. η τέταρτη ημέρα τής εβδομάδας, η Τετάρτη2. φύλλο περγαμηνής διπλωμένο στα τέσσερα, τετράδιοαρχ.1. ο αριθμός τέσσερα2. η τέταρτη ημέρα κάθε μήνα η οποία ήταν αφιερωμένη στον Ερμή («κούρῃ δὲ τε τετρὰς μέσση», Ησίοδ.)3. χρονικό διάστημα τεσσάρων ημερών4. τα τέσσερα τέταρτα τής Σελήνης5. η τετραρχία6. παροιμ. «τετράδι γέγονας» — λεγόταν για εκείνους που κοπίαζαν για τους άλλους (Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-(βλ. λ. τέσσερεις) + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. μον-άς / μον-άδα)].
Dictionary of Greek. 2013.